- αγορευτός
- ἀγορευτός, -όν (Μ) [ἀγορεύω]αυτός για τον οποίο μπορεί κανείς να αγορεύσει, να βγάλει λόγο, να μιλήσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγορεύω — (Α ἀγορεύω) εκφωνώ λόγο σε δημόσια συγκέντρωση, δημηγορώ νεοελλ. (ειρωνικά) μιλώ σαν ρήτορας, ρητορεύω αρχ. 1. λέω, μιλώ, αναφέρω 2. αναγγέλλω, διακηρύσσω 3. συμβουλεύω, παρακινώ 4. ορίζω 5. αποδεικνύω, φανερώνω, υποδηλώνω 6. φρ. «κακῶς ἀγορεύω… … Dictionary of Greek